Η δημόσια συζήτηση για τη διαχείριση απορριμμάτων στην Ελλάδα εισέρχεται σε μια κρίσιμη καμπή. Η κυβέρνηση έχει θέσει σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο για την κατασκευή μονάδων καύσης απορριμμάτων, ένα έργο που χαρακτηρίζει «επενδυτικό» και «οικολογικό». Την ίδια στιγμή, ο Δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας ασκεί δριμεία κριτική, καταγγέλλοντας ότι πρόκειται για ένα «δώρο προς τους λίγους», που επιβαρύνει τους πολίτες και τους δήμους.
Η ουσία της αντιπαράθεσης δεν περιορίζεται στον πολιτικό θόρυβο. Αγγίζει την καρδιά της οικονομικής λογικής και της βιώσιμης ανάπτυξης. Αξίζει, λοιπόν, να δούμε την υπόθεση νηφάλια και με βάση την ελληνική και διεθνή εμπειρία.
Το οικονομικό τρίγωνο: ποιος πληρώνει και ποιος κερδίζει
Το σχήμα που περιγράφει ο Δήμαρχος Δούκας αποτυπώνει μια σκληρή πραγματικότητα:
- Οι εταιρείες που θα κατασκευάσουν τις μονάδες καύσης επιδοτούνται για την επένδυση.
- Η πρώτη ύλη, δηλαδή τα σκουπίδια, πληρώνεται από τους δήμους – δηλαδή τους φορολογούμενους.
- Η παραγόμενη ενέργεια επιδοτείται ως «πράσινη» και πουλιέται στην αγορά μέσω του χρηματιστηρίου ενέργειας.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι το οικονομικό μοντέλο στηρίζεται στην τριπλή χρηματοδότηση από δημόσιους πόρους, ενώ τα έσοδα καταλήγουν σε ιδιωτικά συμφέροντα. Πρόκειται για μια κερδοφόρα εξίσωση για λίγους και πολλαπλή επιβάρυνση για τους πολλούς.
Διεθνής εμπειρία: όταν η καύση αποδεικνύεται δίκοπο μαχαίρι
Η εμπειρία από το εξωτερικό είναι αποκαλυπτική:
- Σκανδιναβικές χώρες, όπως η Δανία, πέτυχαν μείωση ταφής μέσω καύσης, αλλά διαπιστώνεται πλέον ότι τα εργοστάσια αυτά λειτουργούν ως αντικίνητρο για την ανακύκλωση.
- Στην Ευρώπη και την Αυστραλία, πολλές πόλεις έχουν αρχίσει να απομακρύνονται από την καύση, εντάσσοντας τις μονάδες στο σύστημα εμπορίας εκπομπών λόγω των ρύπων.
- Σε χώρες με χαμηλή θεσμική θωράκιση, όπως η Αλβανία, αντίστοιχα έργα έγιναν εστίες σκανδάλων και διαφθοράς.
Παράλληλα, η επιστημονική έρευνα προειδοποιεί για εκπομπές υπερλεπτών σωματιδίων (UFPs) και για τη μετατόπιση των δημοσίων πόρων από την ανακύκλωση στην καύση, μια πρακτική που αντιστρατεύεται τις αρχές της κυκλικής οικονομίας.
Το ελληνικό πλαίσιο: μια επιλογή χαμηλής διαφάνειας
Το κυβερνητικό σχέδιο τίθεται σε διαβούλευση τον Αύγουστο, με κλειστή Βουλή. Η χρονική συγκυρία υπονομεύει τη διαφάνεια και τη συμμετοχή της κοινωνίας. Η Ελλάδα μάλιστα εισέρχεται στην καύση απορριμμάτων χωρίς να έχει πετύχει σοβαρά ποσοστά ανακύκλωσης, ενώ οι ευρωπαϊκοί στόχοι επιβάλλουν μείωση ταφής και ενίσχυση επαναχρησιμοποίησης.
Εάν η χώρα επενδύσει τώρα σε μονάδες καύσης μεγάλης δυναμικότητας, κινδυνεύει να «κλειδώσει» σε ένα μοντέλο που ευνοεί την παραγωγή σκουπιδιών αντί τη μείωσή τους. Κάθε τόνος που θα ανακυκλωνόταν, θα θεωρείται «απώλεια εσόδων» για το εργοστάσιο.
Να μη χαθεί η στρατηγική ευκαιρία
Η επιλογή της καύσης μπορεί να προσφέρει πρόσκαιρα επενδυτικά κέρδη, αλλά ενέχει μεγάλα κοινωνικά και οικονομικά ρίσκα:
- Επιβαρύνει πολλαπλά τους φορολογούμενους.
- Υπονομεύει τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της κυκλικής οικονομίας.
- Δημιουργεί ένα περιβάλλον προνομιακό για λίγους παίκτες, εις βάρος της κοινωνικής συναίνεσης.
Η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να σχεδιάσει ένα μοντέλο διαχείρισης αποβλήτων που θα βασίζεται σε μείωση, ανακύκλωση και καινοτομία. Η καύση μπορεί να εξεταστεί μόνο ως έσχατη λύση για τα μη ανακυκλώσιμα υπολείμματα, και όχι ως ο κεντρικός πυλώνας της πολιτικής.
Στο τέλος της ημέρας, η βιώσιμη ανάπτυξη και η οικονομική σοβαρότητα δεν μετρώνται από το πόσα εργοστάσια καύσης χτίζονται, αλλά από το πόσα σκουπίδια δεν χρειάζεται ποτέ να καούν.